- καταχυτήρια
- καταχυτήριαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχυτήρια — καταχυτήρια, τὰ (Α) [καταχέω] γιορτή στην Αίγυπτο, κατά την οποία πανηγυριζόταν η άρδευση τών αγρών με νερά τού ποταμού Νείλου ύστερα από πλημμύρα … Dictionary of Greek
παραχύτης — ὁ, Α [παραχέω] 1. αυτός που χύνει κάτι και ειδικά ο υπηρέτης βαλανείου, λουτρού, που φέρνει το νερό για το λούσιμο και τό χύνει πάνω στο σώμα τών λουσμένων («εἰσήχθησαν εἰς τὰ βαλανεῑα λουτροχόοι καὶ παραχύται», Αθήν.) 2. αυτός που υπηρετεί στην… … Dictionary of Greek